- τολυπευτής
- Γένος θηλαστικών της οικογένειας των δασυποδιδών. Αριθμεί 3 είδη, που ζουν στις θερμότερες περιοχές της Νότιας Αμερικής. Πιο αξιόλογο είναι το είδος τ. ο κώνουρος, του οποίου το σώμα περιβάλλεται από ανθεκτικό προστατευτικό θώρακα και αποτελείται από δύο τμήματα. Ανάμεσα στα τμήματα αυτά παρεμβάλλονται 3 ζώνες κινητές και αρθρωτές μεταξύ τους που επιτρέπουν στο ζώο να γίνεται σαν σφαίρα σε περίπτωση κινδύνου. Η τροφή του αποτελείται από διάφορα φυτά και καρπούς. Οι ιθαγενείς τον ονομάζουν ματάκο ή μπόλα.
* * *ο, Νζωολ. γένος εντομοφάγων θηλαστικών τής Νότιας Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tolypeutes < τολυπεύω].
Dictionary of Greek. 2013.